μελανόφθαλμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μελανόφθαλμος
- αυτός που έχει μελανούς οφθαλμούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μελανόφθαλμος
|