Μετάβαση στο περιεχόμενο

λειτουργώ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λειτουργώ < αρχαία ελληνική λειτουργῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.tuɾˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λειτουργώ

λειτουργώ

  1. εκτελώ τό έργο για το οποίο είμαι κατασκευασμένος ή προορισμένος
    χρειάζεται παράθεμα
  2. (για ίδρυμα ή κατάστημα) προσφέρω υπηρεσίες, εργάζομαι
    παράδειγμα  Οι συγκοινωνίες δεν λειτουργούν λόγω απεργίας.
    χρειάζεται παράθεμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]