λειτουργώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λειτουργώ < αρχαία ελληνική λειτουργῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /li.tuɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λει‐τουρ‐γώ
Ρήμα
[επεξεργασία]λειτουργώ
- εκτελώ τό έργο για το οποίο είμαι κατασκευασμένος ή προορισμένος
- (για ίδρυμα ή κατάστημα) προσφέρω υπηρεσίες, εργάζομαι
Οι συγκοινωνίες δεν λειτουργούν λόγω απεργίας.- → χρειάζεται παράθεμα
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λειτουργώ | λειτουργούσα | θα λειτουργώ | να λειτουργώ | λειτουργώντας | |
| β' ενικ. | λειτουργείς | λειτουργούσες | θα λειτουργείς | να λειτουργείς | (λειτούργει) | |
| γ' ενικ. | λειτουργεί | λειτουργούσε | θα λειτουργεί | να λειτουργεί | ||
| α' πληθ. | λειτουργούμε | λειτουργούσαμε | θα λειτουργούμε | να λειτουργούμε | ||
| β' πληθ. | λειτουργείτε | λειτουργούσατε | θα λειτουργείτε | να λειτουργείτε | λειτουργείτε | |
| γ' πληθ. | λειτουργούν(ε) | λειτουργούσαν(ε) | θα λειτουργούν(ε) | να λειτουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λειτούργεσα | θα λειτουργέσω | να λειτουργέσω | λειτουργέσει | ||
| β' ενικ. | λειτούργεσες | θα λειτουργέσεις | να λειτουργέσεις | λειτούργεσε | ||
| γ' ενικ. | λειτούργεσε | θα λειτουργέσει | να λειτουργέσει | |||
| α' πληθ. | λειτουργέσαμε | θα λειτουργέσουμε | να λειτουργέσουμε | |||
| β' πληθ. | λειτουργέσατε | θα λειτουργέσετε | να λειτουργέσετε | λειτουργέστε | ||
| γ' πληθ. | λειτούργεσαν λειτουργέσαν(ε) |
θα λειτουργέσουν(ε) | να λειτουργέσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω λειτουργέσει | είχα λειτουργέσει | θα έχω λειτουργέσει | να έχω λειτουργέσει | ||
| β' ενικ. | έχεις λειτουργέσει | είχες λειτουργέσει | θα έχεις λειτουργέσει | να έχεις λειτουργέσει | ||
| γ' ενικ. | έχει λειτουργέσει | είχε λειτουργέσει | θα έχει λειτουργέσει | να έχει λειτουργέσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε λειτουργέσει | είχαμε λειτουργέσει | θα έχουμε λειτουργέσει | να έχουμε λειτουργέσει | ||
| β' πληθ. | έχετε λειτουργέσει | είχατε λειτουργέσει | θα έχετε λειτουργέσει | να έχετε λειτουργέσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν λειτουργέσει | είχαν λειτουργέσει | θα έχουν λειτουργέσει | να έχουν λειτουργέσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λειτουργούμαι | λειτουργούμουν | θα λειτουργούμαι | να λειτουργούμαι | ||
| β' ενικ. | λειτουργείσαι | λειτουργούσουν | θα λειτουργείσαι | να λειτουργείσαι | ||
| γ' ενικ. | λειτουργείται | λειτουργούνταν | θα λειτουργείται | να λειτουργείται | ||
| α' πληθ. | λειτουργούμαστε | λειτουργούμασταν λειτουργούμαστε |
θα λειτουργούμαστε | να λειτουργούμαστε | ||
| β' πληθ. | λειτουργείστε | λειτουργούσασταν λειτουργούσαστε |
θα λειτουργείστε | να λειτουργείστε | λειτουργείστε | |
| γ' πληθ. | λειτουργούνται | λειτουργούνταν | θα λειτουργούνται | να λειτουργούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λειτουργέστηκα | θα λειτουργεστώ | να λειτουργεστώ | λειτουργεστεί | ||
| β' ενικ. | λειτουργέστηκες | θα λειτουργεστείς | να λειτουργεστείς | λειτουργέσου | ||
| γ' ενικ. | λειτουργέστηκε | θα λειτουργεστεί | να λειτουργεστεί | |||
| α' πληθ. | λειτουργεστήκαμε | θα λειτουργεστούμε | να λειτουργεστούμε | |||
| β' πληθ. | λειτουργεστήκατε | θα λειτουργεστείτε | να λειτουργεστείτε | λειτουργεστείτε | ||
| γ' πληθ. | λειτουργέστηκαν λειτουργεστήκαν(ε) |
θα λειτουργεστούν(ε) | να λειτουργεστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω λειτουργεστεί | είχα λειτουργεστεί | θα έχω λειτουργεστεί | να έχω λειτουργεστεί | λειτουργεσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις λειτουργεστεί | είχες λειτουργεστεί | θα έχεις λειτουργεστεί | να έχεις λειτουργεστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει λειτουργεστεί | είχε λειτουργεστεί | θα έχει λειτουργεστεί | να έχει λειτουργεστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε λειτουργεστεί | είχαμε λειτουργεστεί | θα έχουμε λειτουργεστεί | να έχουμε λειτουργεστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε λειτουργεστεί | είχατε λειτουργεστεί | θα έχετε λειτουργεστεί | να έχετε λειτουργεστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν λειτουργεστεί | είχαν λειτουργεστεί | θα έχουν λειτουργεστεί | να έχουν λειτουργεστεί | ||
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- λειτουργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λειτουργώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)