οφθαλμιατρείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οφθαλμιατρείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀφθαλμιατρ(εῖον) (< οφθαλμίατρ(ος)) + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε οφθαλμ- + -ιατρείο < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός & ἰατρεῖον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /o.fθal.mi.aˈtɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐φθαλ‐μι‐α‐τρεί‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οφθαλμιατρείο ουδέτερο
- (ιατρική) ειδικό οφθαλμολογικό νοσοκομείο
- ⮡ Για μια παλιά ονομασία του Οφθαλμιατρείου Αθηνών, δείτε το λήμμα τυφλοκομείο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- παρωχημένο: τυφλοκομείο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- οφθαλμίατρος
- → δείτε τις λέξεις οφθαλμός και ιατρός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οφθαλμιατρείο
Πηγές
[επεξεργασία]- οφθαλμιατρείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οφθαλμιατρείο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -είο (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα οφθαλμ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιατρείο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)