οφθαλμιατρείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οφθαλμιατρείο τα οφθαλμιατρεία
      γενική του οφθαλμιατρείου των οφθαλμιατρείων
    αιτιατική το οφθαλμιατρείο τα οφθαλμιατρεία
     κλητική οφθαλμιατρείο οφθαλμιατρεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οφθαλμιατρείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀφθαλμιατρ(εῖον) (< οφθαλμίατρ(ος)) + -είο. Μορφολογικά αναλύεται σε οφθαλμ- + -ιατρείο < αρχαία ελληνική ὀφθαλμός & ἰατρεῖον

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.fθal.mi.aˈtɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐φθαλ‐μι‐α‐τρεί‐ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οφθαλμιατρείο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]