ιατρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ιατρός | οι | ιατροί |
γενική | του | ιατρού | των | ιατρών |
αιτιατική | τον | ιατρό | τους | ιατρούς |
κλητική | ιατρέ | ιατροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιατρός < αρχαία ελληνική ἰατρός < ἰάομαι / ἰῶμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḫeu̯is
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ιατρός αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας που εξασκεί την ιατρική
- στρατιωτικός βαθμός του Υγειονομικού Σώματος του Ελληνικού Στρατού (ξηράς), αντίστοιχος του λοχαγού
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- πυρηνικός ιατρός : ιατρός ειδικευμένος στις διαγνωστικές και θεραπευτικές εφαρμογές των ραδιοϊσοτόπων
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
για στρατιωτικό βαθμό:
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιατρός (επιστήμονας)
|
ιατρός (στρατιωτικός βαθμός)