ιατροσόφιον
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ιατροσόφιον < μεσαιωνική ελληνική ἰατροσόφιον < ελληνιστική κοινή ἰατροσοφιστής < αρχαία ελληνική ἰατρός + σοφία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιατροσόφιον ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του γιατροσόφι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιατροσόφιον
|