σοφία
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | σοφία | σοφίες |
γενική | σοφίας | σοφιών |
αιτιατική | σοφία | σοφίες |
κλητική | σοφία | σοφίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοφία < αρχαία ελληνική σοφία < σοφός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sap- (προσπαθώ, επιτυγχάνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοφία θηλυκό
- το να είναι κάποιος σοφός, η ιδιότητα του σοφού, η επιτυχώς εφαρμοσμένη γνώση του κόσμου και των πραγμάτων
- (πληθυντικός) σοφίες: (ειρωνικά) απόψεις και συμπεριφορές που φαίνονται σοφές και σημαντικές, ενώ είναι το αντίθετο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: σοφός
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοφία
|
|