σοφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σοφία | οι | σοφίες |
γενική | της | σοφίας | των | σοφιών |
αιτιατική | τη | σοφία | τις | σοφίες |
κλητική | σοφία | σοφίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σοφία < αρχαία ελληνική σοφία < σοφός < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sap- (προσπαθώ, επιτυγχάνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σοφία θηλυκό
- το να είναι κάποιος σοφός, η ιδιότητα του σοφού, η επιτυχώς εφαρμοσμένη γνώση του κόσμου και των πραγμάτων
- (πληθυντικός) σοφίες: (ειρωνικό) απόψεις και συμπεριφορές που φαίνονται σοφές και σημαντικές, ενώ είναι το αντίθετο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σοφός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
σοφία στη Βικιπαίδεια
-
σοφία στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σοφία
|
|