Σοφία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σοφία | οι | Σοφίες |
γενική | της | Σοφίας | — | |
αιτιατική | τη | Σοφία | τις | Σοφίες |
κλητική | Σοφία | Σοφίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σοφία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Σοφία < αρχαία ελληνική σοφία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /soˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σο‐φί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σοφία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις - ονόματα από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)