ανοφθαλμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανοφθαλμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anophthalmia < ἀν- + αρχαία ελληνική ὀφθαλμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανοφθαλμία θηλυκό
- (ιατρική) η εκ γενετής και για διάφορους λόγους έλλειψη του ενός ή και των δύο οφθαλμών κάποιου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη οφθαλμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοφθαλμία