Kind
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | das Kind | die Kinder |
γενική | des Kindes | der Kinder |
δοτική | dem Kind(e) | den Kindern |
αιτιατική | das Kind | die Kinder |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kind (de) (πληθυντικός Kinder) ουδέτερο