τσουβασικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσουβασικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τσουβασικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσουβασικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τουρκική γλώσσα της Τσουβασίας στη Ρωσική Ομοσπονδία. Γράφεται με το κυριλλικό αλφάβητο.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσουβασικά