παιδικότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παιδικότητα < παιδικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παιδικότητα θηλυκό
- σύνολο ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν το παιδί, κυρίως η αγνότητα, η αθωότητα, η ειλικρίνεια, ο αυθορμητισμός, η ευπιστία και η ανωριμότητα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παιδικότητα
|