barn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
barn barns

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barn (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barn (da) ουδέτερο (πληθυντικός børn (da))



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barn (is) ουδέτερο



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barn (no) ουδέτερο