barn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barn (en)
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barn (da) ουδέτερο (πληθυντικός børn (da))
- το παιδί
Ισλανδικά (is) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barn (is) ουδέτερο
- το παιδί
Νορβηγικά (no) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barn (no) ουδέτερο
- το παιδί