γαλουχώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλουχώ < (ελληνιστική κοινή) γαλουχῶ (θηλάζω) < γάλα + έχω
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]γαλουχώ, πρτ.: γαλουχούσα, στ.μέλλ.: θα γαλουχήσω, αόρ.: γαλούχησα, παθ.φωνή: γαλουχούμαι, μτχ.π.π.: γαλουχημένος