μεντεσές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεντεσές αρσενικό
- εξάρτημα με δύο τρυπημένα επίπεδα που τοποθετούνται το ένα σε πόρτα, πύλη κλπ. και το άλλο στο πλαίσιό της, και που συνδέονται μεταξύ τους ώστε να ανοιγοκλείνει η πόρτα ελεύθερα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεντεσές
[επεξεργασία]
- ↑ Sevan Nişanyan, Sözlerin Soyağacı - Çağdaş Türkçenin Etimolojik Sözlüğü
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)