ĉarniro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉarniro | ĉarniroj |
αιτιατική | ĉarniron | ĉarnirojn |
ĉarniro (eo)
- ο μεντεσές