cardo
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cardo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker (στροφή), συγγενές με το (λατινικά) scurra και το (αρχαία ελληνική) κράδη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cardo αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cardo | cardinēs |
γενική | cardinis | cardinum |
δοτική | cardinī | cardinibus |
αιτιατική | cardinem | cardinēs |
κλητική | cardo | cardinēs |
αφαιρετική | cardine | cardinibus |