pot

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɒt/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /pɑt/ (ΗΠΑ)
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pot pots

pot (en)

  1. το δοχείο, το βάζο
    Maria moved the pot carefully as she was afraid that it would fall and break.
    Η Μαρία μετακίνησε το βάζο προσεκτικά, καθώς φοβόταν πως θα πέσει και θα σπάσει.
     συνώνυμα: vase
  2. η κατσαρόλα
  3. (μόνο ενικός ως the pot, χαρτοπαίγνιο) η κάσα, το συνολικό χρηματικό ποσό που στοιχηματίζεται σε ένα παιχνίδι καρτών
    What is the pot?
    Τι κάσα θα βάλεις;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας pot
γ΄ ενικό ενεστώτα pots
αόριστος potted
παθητική μετοχή potted
ενεργητική μετοχή potting

pot (en)

  1. το να φυτεύω κάτι
  2. το να μαγειρεύω σε πήλινο δοχείο

Πηγές[επεξεργασία]



Βασκικά (eu)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pot (eu)

  1. το φιλί



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pot (fr) αρσενικό

  1. το δοχείο
  2. (οικείο) η τύχη
    tu as du pot ! - έχεις τύχη

Εκφράσεις[επεξεργασία]



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pot (pl) αρσενικό

  1. ο ιδρώτας



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

pot (ro)

  1. 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a putea »
  2. 3ο πληθυντικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος « a putea »