pot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pot | pots |
pot (en)
- το δοχείο, το βάζο
- η κατσαρόλα
- (μόνο ενικός ως the pot, χαρτοπαίγνιο) η κάσα, το συνολικό χρηματικό ποσό που στοιχηματίζεται σε ένα παιχνίδι καρτών
- ↪ What is the pot?
- Τι κάσα θα βάλεις;
- ↪ What is the pot?
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | pot |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pots |
αόριστος | potted |
παθητική μετοχή | potted |
ενεργητική μετοχή | potting |
pot (en)
Πηγές[επεξεργασία]
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pot (eu)
- το φιλί
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pot (fr) αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pot (pl) αρσενικό
- ο ιδρώτας
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
pot (ro)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αυστραλιανά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Χαρτοπαίγνια (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Βασκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (βασκικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Ρηματικοί τύποι (ρουμανικά)