container
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
container (en)
- δοχείο· κουτί, μπουκάλι ή οτιδήποτε άλλο χρησιμεύει για την αποθήκευση ή μεταφορά αγαθών
- κοντέινερ, εμπορευματοκιβώτιο
- (προγραμματισμός, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αφηρημένος τύπος δεδομένων ή αφηρημένη κλάση από όπου μπορούν να δημιουργηθούν αντικείμενα που περιέχουν συλλογή άλλων αντικειμένων
- δείτε επίσης: Container (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
container στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- container < αγγλική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
container | containers |
container (fr) αρσενικό
- δοχείο· κουτί, μπουκάλι ή οτιδήποτε άλλο χρησιμεύει για την αποθήκευση ή μεταφορά αγαθών
- το κοντέινερ, το εμπορευματοκιβώτιο