contain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας contain
γ΄ ενικό ενεστώτα contains
αόριστος contained
παθητική μετοχή contained
ενεργητική μετοχή containing

Ρήμα[επεξεργασία]

contain (en)

  1. περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω
    The bill contains several clauses on tax evasion.
    Το νομοσχέδιο περιέχει πολλές διατάξεις για τη φοροδιαφυγή.
    This atlas contains 30 maps.
    Αυτός ο άτλαντας περιλαμβάνει 30 χάρτες.
    All the land that is contained within these boundaries…
    Όλη η γη που συμπεριλαμβάνεται μέσα σ' αυτά τα όρια…
     συνώνυμα: include
  2. συγκρατώ
  3. περιστέλλω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 684, 685-686, 838. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περιέχω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω