φέρετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φέρετρο | τα | φέρετρα |
γενική | του | φερέτρου & φέρετρου |
των | φερέτρων & φέρετρων |
αιτιατική | το | φέρετρο | τα | φέρετρα |
κλητική | φέρετρο | φέρετρα | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φέρετρο < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή φέρετρον[1][2] < αρχαία ελληνική φέρτρον < φέρω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈfε.ɾε.tɾɔ/
- συλλαβισμός : φέ‐ρε‐τρο
- παρώνυμο: θέρετρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φέρετρο ουδέτερο
- ξύλινη συνήθως κάσα (κιβώτιο) μέσα στην οποία τοποθετείται ο νεκρός, για να ταφεί
- (μεταφορικά) για μέσο μεταφοράς, πολύ επικίνδυνο να επιφέρει το θάνατο των επιβαινόντων
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φέρω
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φέρετρο
[επεξεργασία]
- ↑ «φέρετρο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Ανδριώτης, Νικόλαος Παντελής (1983) Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑036‑7. Έκδοση 3η, φωτοτυπική με διορθώσεις και προσθήκες του συγγραφέα. (1η έκδ:1951, 2η έκδ:1967)