casing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]casing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του case
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
casing | casings |
casing (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- casing στην αγγλική Βικιπαίδεια