κατάπτωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κατάπτωση | οι | καταπτώσεις |
γενική | της | κατάπτωσης* | των | καταπτώσεων |
αιτιατική | την | κατάπτωση | τις | καταπτώσεις |
κλητική | κατάπτωση | καταπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατάπτωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπτω(σις) + -ση < καταπίπτω. Μορφολογικά αναλύεται σε κατά- + πτῶσις (πτώση)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κατάπτωση θηλυκό
- η επιδείνωση της φυσικής κατάστασης ενός ατόμου, η εξάντληση
- ⮡ νιώθω κατάπτωση
- η ηθική παρακμή
- ⮡ η κατάπτωση της αστικής τάξης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κατά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)