épuisement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
épuisement (fr) αρσενικό
- η εξάντληση
- l'épuisement des ressources naturelles - η εξάντληση των φυσικών πόρων
- η εξουθένωση, η κόπωση, η ταλαιπωρία