occurrence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
occurrence (en)
- η εμφάνιση, το φαινόμενο
- περιστατικό, συμβάν
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
occurrence | occurrences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
occurrence (fr) θηλυκό