event

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
event events

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪˈvɛnt/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

event (en) (μετρήσιμο)

  1. το περιστατικό, το γεγονός, το συμβάν, κάτι που συμβαίνει
    the events that followed - τα περιστατικά που ακολούθησαν
    all the events of that evening - όλα τα περιστατικά αυτής της βραδιάς
    a momentous/historic event - ένα βαρυσήμαντο/ιστορικό γεγονός
    in the usual/natural course of events - κατά την συνήθη/φυσική πορεία των γεγονότων
    one of the strangest events in my life - ένα από τα πιο παράξενα συμβάντα της ζωής μου
    a rare/everyday event - ένα σπάνιο/καθημερινό συμβάν
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη occurrence
  2. η εκδήλωση, η έκθεση, το γεγονός, η υπόθεση, μια σχεδιασμένη δημόσια ή κοινωνικό γεγονός
    artistic/athletic/festive/anniversary events - καλλιτεχνικές/αθλητικές/γιορταστικές/επετειακές εκδηλώσεις
    events near me - εκδηλώσεις κοντά μου
    free events for kids and adults - δωρεάν εκδηλώσεις για μικρούς και μεγάλους
    A fair number of people gathered at the event.
    Στην εκδήλωση μαζεύτηκε αρκετός κόσμος.
    a fashion event - έκθεση μόδας
    an event hall - αίθουσα έκθεσης
    artistic/athletic event - καλλιτεχνικό/αθλητικό γεγονός
    Her party was not a rather big event.
    Δεν ήταν και σπουδαία υπόθεση το πάρτι της.
  3. ο αγώνας σε αθλητική εκδήλωση
    field and track events - αγώνες στίβου
    Which events are you taking part in?
    Σε ποιους αγώνες λαμβάνεις μέρος;
  4. (πληροφορική) συμβάν που προέρχεται από το εξωτερικό περιβάλλον ενός προγράμματος, όπως από τον χρήστη, το λειτουργικό σύστημα, το δίκτυο, κλπ. και ενεργοποιεί την εκτέλεση μιας συνάρτησης που λέγεται event handler (listener)

Υπώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • event στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]