Μετάβαση στο περιεχόμενο

happening

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
happening happenings

happening (en)

  1. το περιστατικό, κάτι που συμβαίνει
    παράδειγμα  all the happenings of that evening - όλα τα περιστατικά αυτής της βραδιάς
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη occurrence
  2. το χάπενινγκ

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

happening (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔap.niŋ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
happening happenings

happening (fr) αρσενικό