happen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | happen |
γ΄ ενικό ενεστώτα | happens |
αόριστος | happened |
παθητική μετοχή | happened |
ενεργητική μετοχή | happening |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- happen < < (κληρονομημένο) μέση αγγλική happenen < hap / happe + en < παλαιά νορβηγική happ < πρωτογερμανική **hampijaną < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kob- (καλοτυχία, επιτυχία)
Ρήμα[επεξεργασία]
happen (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- happen - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- happen - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)