Μετάβαση στο περιεχόμενο

come about

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας come about
γ΄ ενικό ενεστώτα comes about
αόριστος came about
παθητική μετοχή come about
ενεργητική μετοχή coming about

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
come about <  δείτε τις λέξεις come και about

come about (en)

  • συμβαίνει, γίνομαι
      It came about like this.
    Συνέβη ως εξής.
      Many important inventions came about by accident.
    Πολλές σπουδαίες εφευρέσεις έγιναν τυχαία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη happen