compatible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | compatible |
συγκριτικός | more compatible |
υπερθετικός | most compatible |
Επίθετο
[επεξεργασία]compatible (en)
- (λογισμικό, υλικό υπολογιστή) συμβατός, το λογισμικό (software), το υλικό (hardware) ή γενικότερα το περιβάλλον (environment), με το οποίο κάποιο κάποιο λογισμικό μπορεί να λειτουργήσει αρμονικά
- ↪ Windows 11 is compatible with my computer.
- Τα Windows 11 είναι συμβατά με τον υπολογιστή μου.
- ↪ Windows 11 is compatible with my computer.
- (βάσεις δεδομένων, στο σχεσιακό μοντέλο, στη σχεσιακή άλγεβρα) συμβατές σχέσεις
- συμβατός, που μπορεί να υπάρχει ή να χρησιμοποιείται μαζί χωρίς να προκαλεί προβλήματα
- ↪ development compatible with the protection of the environment - ανάπτυξη συμβατή με την προστασία του περιβάλλοντος
- ταιριαστός
- ↪ a compatible couple - ταιριαστό ζευγάρι
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- compatible < λατινική compatibilis
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kɔ̃.pa.tibl/
Επίθετο
[επεξεργασία]compatible (fr)