compromise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compromise | compromises |
compromise (en)
- ο συμβιβασμός, μια συμφωνία που έγινε μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων στην οποία κάθε πλευρά παραιτείται από κάποια από τα πράγματα που θέλει, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να είναι ευτυχισμένες στο τέλος
- ↪ We reached a compromise.
- Φτάσαμε σε συμβιβασμό.
- ↪ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
- Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
- ↪ We reached a compromise.
- ο συμβιβασμός, μια λύση σε ένα πρόβλημα στο οποίο δύο ή περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί όπως είναι, στο οποίο κάθε πράγμα μειώνεται ή αλλάζει ελαφρώς ώστε να μπορούν να υπάρχουν μαζί
- ↪ He never made compromises in his life.
- Δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς στη ζωή του.
- ↪ He never made compromises in his life.
- (μη μετρήσιμο) ο συμβιβασμός, η ενέργεια του να συμβιβάζομαι
- ↪ He shows an inclination for compromise.
- Δείχνει διάθεση συμβιβασμού.
- ↪ He shows an inclination for compromise.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | compromise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | compromises |
αόριστος | compromised |
παθητική μετοχή | compromised |
ενεργητική μετοχή | compromising |
compromise (en)
- (αμετάβατο) συμβιβάζομαι, υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία
- ↪ I am willing to compromise with you.
- Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου.
- ↪ I am willing to compromise with you.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συμβιβάζομαι, κάνω κάτι που είναι ενάντια στις αρχές μου· δεν φτάνω τα πρότυπα που έχω θέσει
- ↪ I can’t compromise my conscience.
- Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την συνείδησή μου.
- ↪ I can’t compromise my conscience.
- (μεταβατικό) εκθέτω, εκτίθεμαι, διακινδυνεύω, κινδυνεύω ή είμαι ύποπτος για κάτι, ειδικά επειδή ενήργησα με τρόπο που δεν ήταν πολύ λογικό
- ↪ She compromised herself by going out with him.
- Εκτέθηκε με το να βγει μαζί του.
- ↪ He compromised his reputation.
- Εκτέθηκε την υπόληψή του.
- ↪ I compromised my interests.
- Διακινδύνευσα τα συμφέροντά μου.
- ↪ She compromised herself by going out with him.
- (μεταβατικό) χαλάω, εκθέτω κάτι σε κίνδυνο επίθεσης ή να λειτουργήσει λιγότερο καλά
- ↪ Bad maintenance compromises the car.
- Η κακή συντήρηση χαλάει το αυτοκίνητο.
- ↪ Bad maintenance compromises the car.