compromise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
compromise compromises

compromise (en)

  1. ο συμβιβασμός, μια συμφωνία που έγινε μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων στην οποία κάθε πλευρά παραιτείται από κάποια από τα πράγματα που θέλει, έτσι ώστε και οι δύο πλευρές να είναι ευτυχισμένες στο τέλος
    We reached a compromise.
    Φτάσαμε σε συμβιβασμό.
    He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
    Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
  2. ο συμβιβασμός, μια λύση σε ένα πρόβλημα στο οποίο δύο ή περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να υπάρξουν μαζί όπως είναι, στο οποίο κάθε πράγμα μειώνεται ή αλλάζει ελαφρώς ώστε να μπορούν να υπάρχουν μαζί
    He never made compromises in his life.
    Δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς στη ζωή του.
  3. (μη μετρήσιμο) ο συμβιβασμός, η ενέργεια του να συμβιβάζομαι
    He shows an inclination for compromise.
    Δείχνει διάθεση συμβιβασμού.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας compromise
γ΄ ενικό ενεστώτα compromises
αόριστος compromised
παθητική μετοχή compromised
ενεργητική μετοχή compromising

compromise (en)

  1. (αμετάβατο) συμβιβάζομαι, υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία
    I am willing to compromise with you.
    Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συμβιβάζομαι, κάνω κάτι που είναι ενάντια στις αρχές μου· δεν φτάνω τα πρότυπα που έχω θέσει
    I can’t compromise my conscience.
    Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την συνείδησή μου.
  3. (μεταβατικό) εκθέτω, εκτίθεμαι, διακινδυνεύω, κινδυνεύω ή είμαι ύποπτος για κάτι, ειδικά επειδή ενήργησα με τρόπο που δεν ήταν πολύ λογικό
    She compromised herself by going out with him.
    Εκτέθηκε με το να βγει μαζί του.
    He compromised his reputation.
    Εκτέθηκε την υπόληψή του.
    I compromised my interests.
    Διακινδύνευσα τα συμφέροντά μου.
  4. (μεταβατικό) χαλάω, εκθέτω κάτι σε κίνδυνο επίθεσης ή να λειτουργήσει λιγότερο καλά
    Bad maintenance compromises the car.
    Η κακή συντήρηση χαλάει το αυτοκίνητο.

Πηγές[επεξεργασία]