συμβιβάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /siɱ.viˈva.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐βι‐βά‐ζο.μαι
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συμβιβάζομαι, π.αόρ.: συμβιβάστηκα, μτχ.π.π.: συμβιβασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος συμβιβάζω
- παθητικές σημασίες
- υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία με αντίδικο ή αντίπαλο
- (αρνητικά) παραιτούμαι από τις προσωπικές μου διεκδικήσεις ή εγκαταλείπω τις ηθικές μου αξίες και δέχομαι να προσαρμοστώ σε μια υπάρχουσα κατάσταση, χάνοντας συγχρόνως την αγωνιστικότητά μου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη συμβιβάζω
υποχωρώ σε κάποια σημεία
υποχωρώ στις διεκδιήσεις μου
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
συμβιβάζομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος συμβιβάζω
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Ρήματα στην παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα στη μεσοπαθητική φωνή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)