συμβιβάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siɱ.viˈva.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμ‐βι‐βά‐ζο.μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συμβιβάζομαι, π.αόρ.: συμβιβάστηκα, μτχ.π.π.: συμβιβασμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος συμβιβάζω
    1. παθητικές σημασίες
    2. υποχωρώ σε κάποια σημεία μιας διαπραγμάτευσης ώστε να πετύχω μια συμφωνία με αντίδικο ή αντίπαλο
    3. (αρνητικά) παραιτούμαι από τις προσωπικές μου διεκδικήσεις ή εγκαταλείπω τις ηθικές μου αξίες και δέχομαι να προσαρμοστώ σε μια υπάρχουσα κατάσταση, χάνοντας συγχρόνως την αγωνιστικότητά μου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συμβιβάζομαι