συμβιβαζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμβιβαζόμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συμβιβάζομαι
Μετοχή[επεξεργασία]
συμβιβαζόμενος, -η, -ο
- που κάνει ένα συμβιβασμό αυτή τη στιγμή ή την ώρα που έκανε κάτι άλλο, που μπορεί να συμβιβαστεί στο μέλλον, με το να συμβιβάζεται (τροπική), επειδή συμβιβάζεται,
- Σήκωσε από τις Βρυξέλλες τη λευκή σημαία, συμβιβαζόμενος με τους όρους του μνημονίου..
- Να στηρίζει -συμβιβαζόμενος- έναν Πρόεδρο με τον οποίο....
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συμβιβάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συμβιβαζόμενος