shelter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shelter | shelters |
shelter (en)
- το καταφύγιο, η στέγη
- ↪ Our magazine provides shelter to young writers.
- Tο περιοδικό μας προσφέρει στέγη σε νέους λογοτέχνες.
- ↪ Our magazine provides shelter to young writers.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shelter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shelters |
αόριστος | sheltered |
παθητική μετοχή | sheltered |
ενεργητική μετοχή | sheltering |
shelter (en)