take in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας take in
γ΄ ενικό ενεστώτα takes in
αόριστος took in
παθητική μετοχή taken in
ενεργητική μετοχή taking in

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις take και in

Ρήμα[επεξεργασία]

take in (en)

  1. (μεταβατικό) αναλαμβάνω, επιτρέπω κάποιον να μείνει στο σπίτι μου
    He was left orphaned at 12, but his uncle took him in.
    Έμεινε ορφανός στα 12, αλλά τον ανέλαβε ο θείος του.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) ρίχνω, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    Don’t let yourself be taken in by his big/fine words.
    Μην αφήσεις να σε ρίξει με τα παχιά/ωραία του λόγια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deceive

Πηγές[επεξεργασία]