deceive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | deceive |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deceives |
αόριστος | deceived |
παθητική μετοχή | deceived |
ενεργητική μετοχή | deceiving |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
deceive < (κληρονομημένο) μέση αγγλική deceyven < παλαιά γαλλική decever, decevoir < λατινική dēcipiō (ξεγελάω, παρασύρω, παγιδεύω) < dē- + capiō (αδράχνω, αφαρπάζω) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
deceive (en)
- παραπλανώ κάποιον ωστέ να κάνει κάτι
- ↪ flat-earthers deceive people into thinking that the Earth is flat - οι επιπεδιστές παραπλανούν τον κόσμο ωστέ να πιστεύουν πως η Γη είναι επίπεδη
- εξαπατώ, ξεγελάω κάποιον
- ↪he deceived Chris and spent his money on useless things - εξαπάτησε τον Χρήστο και ξόδεψε τα χρήματα του για άχρηστα πράγματα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα de- (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)