fool
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fool (en)
- κάποιος ανόητος, ηλίθιος
- ο γελωτοποιός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fool (en)