Μετάβαση στο περιεχόμενο

κοροϊδεύω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κοροϊδεύω < κορόιδ(ο) + -εύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.ɾoi̯ˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοροϊδεύω

κοροϊδεύω (παθητική φωνή: κοροϊδεύομαι)

  1. αναφέρομαι με περιπαικτικό τρόπο (λέξεις ή χειρονομίες) στα ελαττώματα, τις αδυναμίες ή τις ιδιαιτερότητες κάποιου
  2. αναφέρομαι με ασεβή ή ανάρμοστο τρόπο σε κάτι
     συνώνυμα: περιγελώ, ειρωνεύομαι, εμπαίζω, αναμπαίζω
  3. εξαπατώ κάποιον, τον ξεγελώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]