se moquer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- se moquer < moquer
Ρήμα[επεξεργασία]
se moquer (fr)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- bafouer
- se gausser
- gouailler
- narguer
- persifler
- railler
- ridiculiser
- rire de
- blasonner (λογοτεχνικό)
- chiner (λογοτεχνικό)
- chambrer (οικείο)
- charrier (οικείο)
- vanner (οικείο)
- dauber (παρωχημένο)