admirer
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
admirer | admirers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]admirer (en)
- ο θαυμαστής, η θαυμάστρια
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]admirer (fr)