fan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fan | fans |
fan (en)
- ο ανεμιστήρας, ο αεριστήρας
- η βεντάλια
- οτιδήποτε θυμίζει μια βεντάλια
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fan | fans |
fan (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fan | fans |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fan (fr) αρσενικό ή θηλυκό