Μετάβαση στο περιεχόμενο

αερίζω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἀερίζω

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αερίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀερίζω. Διαφορετικό τα αρχαίο ἀερίζω (είμα λεπτός σαν αέρας).[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.eˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αερίζω

αερίζω, αόρ.: αέρισα, παθ.φωνή: αερίζομαι, π.αόρ.: αερίστηκα, μτχ.π.π.: αερισμένος

  1. εκθέτω ένα χώρο ή κάποιο υλικό στον αέρα του περιβάλλοντος
    παράδειγμα  αερίστηκε το δωμάτιο
    παράδειγμα  Μια φορά το μήνα, όταν έχει καλό καιρό, αερίζω τις ντουλάπες.
     δείτε και τη λέξη δροσίζω
  2.  δείτε το παθητικό αερίζομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη αέρας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]