admiration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
admiration (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
admiration (fr) θηλυκό
- ο θαυμασμός
- Une admiration sans limite. : Ένας απεριόριστος θαυμασμός.