Μετάβαση στο περιεχόμενο

mock

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

mock (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. προσποιητός, που δεν είναι ειλικρινής
      mock enthusiasm - προσποιητός ενθουσιασμός
  2. εικονικός, ψεύτικος, που είναι αντίγραφο κάτι· όχι αληθινό
      It was a mock trial and it had no legal force.
    Ήταν μια εικονική δίκη και δεν είχε νομική ισχύ.
      They conducted a mock drill to prepare for emergencies.
    Έκαναν μια εικονική άσκηση για να προετοιμαστούν για έκτακτες ανάγκες.
      They were playing with mock rifles and swords.
    Έπαιζαν με ψεύτικα ντουφέκια και σπαθιά.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη fake

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
mock mocks

mock (en)

ενεστώτας mock
γ΄ ενικό ενεστώτα mocks
αόριστος mocked
παθητική μετοχή mocked
ενεργητική μετοχή mocking

mock (en)

  1. (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
      He mocks other people's voices for us and we laugh.
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
      She mocked her uncle’s voice perfectly.
    Μιμήθηκε τέλεια τη φωνή του θείου της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη imitate
  2. (μεταβατικό) κοροϊδεύω χλευάζω
  3. (μεταβατικό) αψηφώ, περιφρονώ