μαϊμού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαϊμού | οι | μαϊμούδες |
γενική | της | μαϊμούς | των | μαϊμούδων |
αιτιατική | τη | μαϊμού | τις | μαϊμούδες |
κλητική | μαϊμού | μαϊμούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαϊμού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαϊμού < τουρκική maymun < αραβική ميمون (maymūn)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαϊμού θηλυκό
- μικρόσωμος, ευκίνητος πίθηκος με μακριά ουρά
- (μεταφορικά) άσχημος ή κατεργάρης άνθρωπος
- (μεταφορικά) μεταμφίεση κλεμμένου αντικειμένου, κυρίως αυτοκινήτου
- (μεταφορικά) φτηνή απομίμηση αντικειμένου ή ιδέας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαϊμού
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αλεπού' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)