ψειρίζω τη μαϊμού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
ψειρίζω τη μαϊμού
- λεπτολογώ, είμαι υπερβολικά σχολαστικός, ψειρίζω ένα θέμα
Πηγές[επεξεργασία]
- ψειρίζω τη μαϊμού - Ιδιωματικές εκφράσεις στο ΙΔΙΟΝ, Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου.