singe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
singe | singes |
singe (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | singe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | singes |
αόριστος | singed |
παθητική μετοχή | singed |
ενεργητική μετοχή | singeing |
singe (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
singe | singes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
singe (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος, η μαϊμού
- (μεταφορικά) άσχημος, κακοφτιαγμένος άνθρωπος
- (λαϊκότροπο) το αφεντικό
- (οικείο) βοδινό κρέας σε κονσέρβα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- adroit comme un singe - πολύ επιδέξιος
- faire le singe - κάνω τον πίθηκο, κάνω χαζομάρες
- laid comme un singe - πανάσχημος
- monnaie de singe - αερολογίες, υποσχέσεις στον αέρα
Παροιμίες[επεξεργασία]
- on n'apprend pas à un vieux singe à faire la grimace - δεν χρειάζεται να μαθαίνεις κόλπα σε κάποιον έμπειρο
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'free' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Θηλαστικά (γαλλικά)
- Ζώα (γαλλικά)
- Λαϊκότροποι όροι (γαλλικά)
- Οικείοι όροι (γαλλικά)