burn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
burn | burns |
- το κάψιμο, το έγκαυμα
- ↪ first-/third-degree burns - εγκαύματα πρώτου/τρίτου βαθμού
- (πληροφορική) η (μόνιμη) εγγραφή, το κάψιμο, η μόνιμη εγγραφή πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | burn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | burns |
αόριστος | burned, burnt |
παθητική μετοχή | burned, burnt |
ενεργητική μετοχή | burning |
burn (en)
- (αμετάβατο) καίω, παράγω φλόγες και ζέστη
- ↪ The fire burned all night.
- Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
- ↪ The fire burned all night.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, παθαίνω ζημιά από τον ήλιο, τη ζέστη, το οξύ κτλ.· βλάπτω κάποιον ή κάτι έτσι
- ↪ He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
- Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.
- ↪ He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
- (πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM