burn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
burn | burns |
- (πληροφορική) η (μόνιμη) εγγραφή, το κάψιμο, η μόνιμη εγγραφή πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | burn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | burns |
αόριστος | burned, burnt |
παθητική μετοχή | burned, burnt |
ενεργητική μετοχή | burning |
burn (en)
- καίω
- ↪ The fire burned all night.
- Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
- ↪ The fire burned all night.
- (πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
burn στην αγγλική Βικιπαίδεια