burn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɜːn/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /bɝn/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
burn burns

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας burn
γ΄ ενικό ενεστώτα burns
αόριστος burned, burnt
παθητική μετοχή burned, burnt
ενεργητική μετοχή burning

burn (en)

  1. καίω
    The fire burned all night.
    Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
  2. (πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]