scorch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
scorch | scorchs |
scorch (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | scorch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scorches |
αόριστος | scorched |
παθητική μετοχή | scorched |
ενεργητική μετοχή | scorching |
scorch (en)