scorch
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scorch | scorchs |
scorch (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | scorch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scorches |
αόριστος | scorched |
παθητική μετοχή | scorched |
ενεργητική μετοχή | scorching |
scorch (en)