Μετάβαση στο περιεχόμενο

scorch

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
scorch scorchs

scorch (en)

ενεστώτας scorch
γ΄ ενικό ενεστώτα scorches
αόριστος scorched
παθητική μετοχή scorched
ενεργητική μετοχή scorching

scorch (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]