scald
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
scald | scalds |
scald (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | scald |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scalds |
αόριστος | scalded |
παθητική μετοχή | scalded |
ενεργητική μετοχή | scalding |
scald (en)