Μετάβαση στο περιεχόμενο

αφεντικό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφεντικό τα αφεντικά
      γενική του αφεντικού των αφεντικών
    αιτιατική το αφεντικό τα αφεντικά
     κλητική αφεντικό αφεντικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αφεντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αφεντικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αφεντικό ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]